- πυροτεχνική
- havai fisekçilik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) … Dictionary of Greek
μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… … Dictionary of Greek
πυροσωλήνας — ο, Ν στρ. πυροτεχνική συσκευή που προκαλεί την έκρηξη τής γόμωσης ορισμένων βλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σωλήνας. Η. λ., στον λόγιο τ. πυροσωλήν, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
πυροτεχνία — η, Ν η πυροτεχνική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyrotechnic (< πυρ + τέχνη)] … Dictionary of Greek
πυροτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πυροτέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροτεχνική η πυροτεχνουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τεχνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη] … Dictionary of Greek
πυροτεχνουργία — η, Ν [πυροτεχνουργός] 1. η τέχνη τού πυροτεχνουργού 2. στρ. κλάδος τής στρατιωτικής τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τον τρόπο παρασκευής, τον έλεγχο και τη χρήση τών διαφόρων εκρηκτικών υλών, αλλ. πυροτεχνική … Dictionary of Greek
στρόντιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sr· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των γαιο αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 38, ατομικό βάρος 87,63 και τέσσερα σταθερά ισότοπα. Από τα ασταθή ισότοπα, που… … Dictionary of Greek
φωτοβολίδα — η, Ν 1. πυροτεχνική συσκευή προοριζόμενη για την εκπομπή πολύ λαμπρού φωτός και χρησιμοποιούμενη για σηματοδότηση ή για φωτισμό στη θάλασσα, σε σιδηροδρόμους και αυτοκινητοδρόμους και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις 2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου… … Dictionary of Greek
πυροτεχνουργία — πυροτεχνουργία, η και πυροτεχνική, η κλάδος της στρατιωτικής τεχνουργίας για την παρασκευή και συντήρηση εκρηκτικών υλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)